πραιτέξτατος

πραιτέξτατος
ὁ, Α
ο περιβεβλημένος με τη ρωμαϊκή τήβεννο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetextatus < praetexta (βλ. λ. πραιτέξτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πραιτέξτατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πραιτεξτάτου — Πραιτέξτατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πραιτέξτατον — Πραιτέξτατος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ατήιος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαïκής εποχής. 1. Α. Γάιος Καπίτων (1oς αι. π.Χ.). Δήμαρχος της Ρώμης. Είχε ταχθεί αρχικά εναντίον της τριανδρίας, που αποτελούσαν ο Καίσαρας και οι δύο ύπατοί του Πομπήιος και Κράσος, όμως αργότερα πήγε με το μέρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”